- επαναφορέας
- οόργανο με το οποίο γίνεται επαναφορά άλλου οργάνου ή τμήματός του στην αρχική θέση του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επαναφορέας — ο (μηχαν.) το όργανο με το οποίο γίνεται η επαναφορά άλλου οργάνου ή τμήματός του στην αρχική του θέση μετά από κάθε διατάραξη τής ισορροπίας του … Dictionary of Greek